σιαλίς

σιαλισμός

σιαλιστήριον
σιαλισμός, ion. σιελισμός, οῦ () [] salivation, Archig. (Orib. 2, 156 B.-Dar.) ; Ruf. (Orig. 2, 222 Migne).
Étym. σιαλίζω.