σιαλοποιός

σίαλος

σιαλοχοέω-οῶ
σίαλος, ου () []
1 porc gras, Il. 21, 363 ; Od. 2, 300 ; 20, 163 ; adj. σῦς σίαλος, Il. 9, 208 ; Od. 14, 41, etc. m. sign. ; fig. Q. Sm. 11, 170 ||
2 graisse, Hpc. 403, 11.
Étym. sorte de dim. de σῦς ; cf. σίαλον.