σιϐυλλαίνω

σιϐύλλειος

σιϐυλλιακός
σιϐύλλειος, α, ον [] de sibylle, sibyllin, Plut. Fab. 4 ; τὰ Σιϐύλλεια, DH. 6, 17 ; Plut. Marc. 3, etc. les Livres sibyllins.
Étym. σίϐυλλα.