Σιδονίς

σιδονυφής

Σιδοῦς
σιδον·υφής, ής, ές [ῑῠ] tissé à Sidon, c. à d. teint en pourpre, Philox. (Ath. 409e conj. ; vulg. σινδονυφής).
Étym. Σιδών, ὑφαίνω.