Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σίδη
σιδηραγωγός
σιδηρεία
σιδηρ·αγωγός,
ός, όν
[
ῐᾰ
] qui attire le fer,
Sext.
M.
1, 126
.
Étym.
σίδηρος, ἄγω
.