Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιδηρότευκτος
σιδηροτόκος
σιδηροτομέω-ῶ
σιδηρο·τόκος,
ος, ον
[
ῐ
] qui produit du fer,
Anth.
9, 561
.
Étym.
σ. τίκτω
.