Σιδηρώ

σιδηρωρυχεῖον

σιδήρωσις
σιδηρ·ωρυχεῖον, ου (τὸ) [ῐῠ] mine de fer, Ptol. 2, 11, 26.
Étym. σ. ὀρύσσω.