σιγμοειδῶς

σιγμός

Σίγνιον
σιγμός, οῦ ()
1 sifflement, Arstt. H.A. 4, 9, 9 ; Plut. M. 593b ||
2 son sifflant du sigma, D. Thr. 631, 18 ; Sext. M. 1, 102.
Étym. σίζω.