Σικελίδης

σικελίζω

Σικελίηθεν
σικελίζω [σῑ]
1 être de mauvaise foi comme les Siciliens, Epich. (Suid. vo σικελίζω) ||
2 danser comme les Siciliens, Th. (Ath. 22c).
Étym. Σικελός.