σικυοπέπων

σίκυος

σίκυς
σίκυος, ου, ou σικυός, οῦ () [] concombre, Hpc. 360, 26 et 27 ; 584, 13 ; 623, 27 ; Ar. Ach. 520, Pax 1001 ; Th. H.P. 1, 13, 4 ; Ath. 73d et e, 372b.