σιλλικύπριον

σιλλογράφος

σίλλος
σιλλο·γράφος, ου () [] auteur de satires appelées σίλλος, particul. en parl. de Timon de Phliunte, Ath. 22d ; Jul. 207c.
Étym. σίλλος, γράφω.