Σιληνός

σιληπορδέω

σιληπορδία
σιλη·πορδέω, dor. σιλα·πορδέω-ῶ [] péter au nez de qqn, Posidon. (Ath. 212c).
Étym. p.-ê. σίλλος, πορδή.