σιναπίζω

σινάπινος

σινάπισμα
σινάπινος, η, ον [ῐᾱῐ] de sénevé, p. suite, de moutarde, Diosc. 1, 47 ; Gal. Simpl. med. 5, 4, p. 471.
Étym. σίναπι.