σίναπυ

σιναρός

Σινάτος
σιναρός, ά, όν [ῐᾰ] endommagé, abîmé, Hpc. 781f, 800d, etc. ; τὸ σιναρόν, Hpc. p. 774b, 819a, mauvais état d’un organe.
Étym. σίνομαι.