σισύμϐρινος

σισύμϐριον

σίσυμϐρον
σισύμϐριον, ου (τὸ) [σῐ] c. σίσυμϐρον, Ar. Av. 160 ; Arstt. fr. 325 ; Th. H.P. 2, 1, 3, etc.