σιταγωγία

σιταγωγός

σιτάλκας
σιτ·αγωγός, ός, όν [ῑᾰ] qui transporte du blé, Hdt. 7, 147, 186 ; Thc. 6, 30 ; 8, 4 ; Xén. An. 1, 7, 15 ; Hell. 5, 4, 61 ; And. 22, 21, etc.
Étym. σῖτος, ἄγω.