σίτισμα

σιτιστός

σίτλα
σιτιστός, ή, όν [σῑ] engraissé, en parl. des volatiles, Ath. 656e ; NT. Matth. 22, 4 ; Jos. A.J. 8, 2, 4.
Étym. σιτίζω.