σιτοδασία

σιτοδεία

σιτοδηΐη
σιτο·δεία, ας () [] manque de blé ou de vivres, disette, Thc. 4, 36 ||
E Ion. σιτοδηΐη, Hdt. 1, 22, 94.
Étym. σῖτος, δέομαι.