Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτοδόκος
σιτοδοσία
σιτοδοτέω-ῶ
σιτοδοσία,
ας
(
ἡ
) [
ῑτ
] distribution de blé,
Ant.
(
Poll.
8, 103
);
DH.
7, 45 ;
Spt.
Gen.
42, 19, 33
.
Étym.
σιτοδότης
.