σιτοκάπηλος

σιτόκουρος

σιτόλεθρος
σιτό·κουρος, ου () [] qui consomme les vivres ou le blé, c. à d. bouche inutile, fainéant, Mén. 244, 420 Kock.
Étym. σ. κείρω.