σιτοπομπεῖον

σιτοπομπία

σιτοπονέω-ῶ
σιτο·πομπία, ας () [σῑ]
1 transport ou convoi de blé ou de vivres, Dém. 254, 22 ; 307, 16 ; 326, 11 ; 671, 12 ||
2 fourniture ou approvisionnements de blé, DS. 14, 55.
Étym. σῖτος, -πομπος de πέμπω.