Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτοπονέω-ῶ
σιτοπονία
σιτοπόνος
σιτοπονία,
ας
(
ἡ
) [
σῑ
]
c.
σιτοποιΐα,
Phil.
1, 392
.
Étym.
σιτοπόνος
.