Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σιτοδόχος
σιτοθήκη
σιτοκάπηλος
σιτο·θήκη,
ης
(
ἡ
) [
ῑ
] dépôt de blé,
Thém.
221
b
.
Étym.
σῖτος, θήκη
.