σιτηϐόρος

σιτηγέω-ῶ

σιτηγία
σιτηγέω-ῶ [] transporter du blé ou des vivres, Lycurg. 151, 21 ; Dém. 467, 25 ; 917, 26 ; 941, 4.
Étym. σιτηγός.