σιτήριος

σιτηρός

σίτησις
σιτηρός, ά, όν []
1 de blé, qui concerne le blé, Hpc. Acut. 385 ; Arstt. Nic. 5, 7, 5 ; τὰ σιτηρά, Th. H.P. 1, 10, 7, etc. les céréales ||
2 comestible, Xénocr. Al. 41.
Étym. σῖτος.