σκαιοσύνη

σκαιότης

σκαιουργέω-ῶ
σκαιότης, ητος () gaucherie, maladresse ou grossièreté, Hdt. 7, 9 ; Soph. Ant. 1028 ; Plat. Rsp. 441e ; Dém. 70, 20.
Étym. σκαιός.