σκαφηφόρος

σκαφίδιον

σκαφίον
σκαφίδιον, ου (τὸ) [ᾰῐδ] dim. de σκαφίς, Pol. 34, 3, 2 ; Str. 24 ; Luc. D. mort. 4, 1, etc.