σκαφίτης

σκαφοειδής

σκαφολουτρέω-ῶ
σκαφο·ειδής, ής, ές [] qui ressemble à un bateau allongé, DS. 2, 31 ; Plut. M. 890d, etc.
Étym. σκάφη, εἶδος.