σκατοφαγέω-ῶ

σκατοφάγος

σκαῦρος
σκατο·φάγος, ος, ον [ᾰᾰ] qui mange des excréments ; p. ext. avare, Epich. fr. 34 Ahrens ; Ar. Pl. 706 ; Mén. 4, 286 Meineke.
Étym. σκώρ, φαγεῖν.