Σκελετίων

σκελετός

σκελετόω-ῶ
σκελετός, ή, όν, desséché, en parl. de pers. Plat. com. 2-2, 679 Mein. ; en parl. d’une morsure, Nic. Th. 696 ; τὸ σκελετόν (s. e. σῶμα) Plut. M. 736a, momie ; ὁ σκελετός, Anth. 11, 92, 392 ; Plut. Ant. 75 ; Luc. Nec. 15, squelette.
Étym. σκέλλω.