Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκελετόω-ῶ
σκελετώδης
σκελέω-ῶ
σκελετώδης,
ης, ες,
semblable à un squelette,
Luc.
Salt.
75
.
Étym.
σκελετός, -ωδης
.