σκεπαστής

σκεπαστικός

σκεπαστικῶς
σκεπαστικός, ή, όν, c. σκεπαστήριος, Arstt. G.A. 1, 12, 5 ; Ath. 193c ; avec un gén. Arstt. Metaph. 7, 2, 8.