σκεπόωσι

σκεπτέος

σκεπτήριος
σκεπτέος, α, ον, vb. de σκέπτομαι, Ant. 124, 10 ; au neutre, Thc. 1, 72 ; Xén. Eq. 3, 4 ; Cyr. 1, 3, 17, etc. ; Plat. Theæt. 188c, etc.