σκεπτοσύνη

σκέπω

σκερϐόλλω
σκέπω (seul. prés. et impf.) c. σκεπάζω, Hpc. Art. 789 ; Pol. 16, 26, 13 ; Luc. Tim. 21, etc. ; Hdn 3, 3, etc.