σκεδάω-ῶ

σκεθρός

σκεθρῶς
σκεθρός, ά, όν, exact, juste, parfait, Hpc. 595, 27 ; Lyc. 270 ||
Cp. -ότερος, Hpc. Art. 817.
Étym. cf. σχεθεῖν.