σκευά

σκευαγωγέω-ῶ

σκευαγωγός
σκευαγωγέω-ῶ [] plier bagage, d’où s’en aller, émigrer, Eschn. 46, 28 ; 65, 10 ; Dém. 237, 21.
Étym. σκευαγωγός.