σκευοφυλακέω-ῶ

σκευοφύλαξ

σκευωρέω-ῶ
σκευο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] gardien des meubles, des ustensiles ou des bagages, Spt. 1 Reg. 17, 22.
Étym. σκεῦος, φ.