σκευοποιέω-ῶ

σκευοποίημα

σκευοποιΐα
σκευοποίημα, ατος (τὸ)
1 costume d’un acteur tragique, Plut. Crass. 33 ||
2 invention, fiction, Hypér. fr. 96 Blass.
Étym. σκευοποιέω.