Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Σκιάποδες
σκιαρόκομος
σκιαρός
σκιαρό·κομος,
ος, ον
[
ᾰ
] au feuillage ombreux,
Eur.
Bacch.
876
.
Étym.
σκιαρός, κόμη
.