Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκιαστής
σκιατραφέω-ῶ
σκιατραφία
σκια·τραφέω-ῶ
(
pf.
ἐσκιατράφηκα,
var.
ἐσκιατρόφηκα,
pf. pass.
ἐσκιατράφημαι
) [
ᾱᾰ
]
c.
σκιατροφέω,
Poèt.
(
Stob.
Fl.
97, 17
) ;
Xén.
Œc.
4, 2 ;
Plut.
M.
8
d
.