Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλμός
σκινδάριον
σκινδαλμός,
οῦ
(
ὁ
) petit éclat de bois,
d’où
subtilité,
Diosc.
1, 17 ;
Alciphr.
3, 64
.
Étym.
cf.
σκινδάλαμος
.