σκιογράφος

σκιοειδής

σκιόεις
σκιο·ειδής, ής, ές :
1 qui ressemble aux ombres, Ar. Av. 686 ; Plat. Phæd. 81d ||
2 sombre, obscur, Arstt. Col. 5, 11.
Étym. σκιά, -ωδης.