σκιόεις

σκιοθηρικός

σκιόθηρον
σκιοθηρικός, ή, όν, de cadran solaire, Str. 125 ; τὸ σκιοθηρικόν (s. e. ὄργανον), Cléom. 1, p. 43 Balf. cadran solaire.
Étym. σκιόθηρον.