Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκιρτητικός
σκιρτοπόδης
σκιρτοποιέω-ῶ
σκιρτο·πόδης,
ου,
adj. m.
aux pieds bondissants,
A. Pl.
15
.
Étym.
σκιρτάω, πούς
.