Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκληρόκηρος
σκληροκοίλιος
σκληροκοιτέω-ῶ
σκληρο·κοίλιος,
ος, ον,
au ventre dur,
Diosc.
5, 27
.
Étym.
σκλ. κοιλία
.