σκληροφθαλμία

σκληρόφθαλμος

σκληροφυής
σκληρ·όφθαλμος, ος, ον, malade de l’humeur qui se porte aux yeux et y sèche, Arstt. H.A. 2, 13, 12 etc.
Étym. σκληρός, ὀφθαλμός.