Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκληροποιέω-ῶ
σκληροποιός
σκληροπρόσωπος
σκληρο·ποιός,
ός, όν,
qui rend dur, qui durcit,
Plut.
M.
953
c
.
Étym.
σκλ. ποιέω
.