Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρουχία
σκληρο·τράχηλος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui a le cou dur,
fig.
entêté,
Spt.
Ex.
33, 3,
etc. ;
NT.
Ap.
7, 51
.
Étym.
σκληρός, τράχηλος
.