σκολοπένδρειος

σκολοπένδριον

σκολοπενδρώδης
σκολοπένδριον, ου (τὸ) scolopendre, sorte de fougère appelée aussi ἄσπληνον, Th. H.P. 9, 18, 7 ; Diosc. 3, 151.