Σκολοπόεις

σκολοπομαχαίριον

Σκόλοτοι
σκολοπο·μαχαίριον, ου (τὸ) [μᾰ] instrument de chirurgie, en forme de pieu, tranchant d’un côté, Gal. Meth. 14, 17, 15 ; P. Eg. 6, 6.
Étym. σκόλοψ, μάχαιρα.